- σαββατιάτικος
- -η, -οεπίρρ. -α σαββατιανός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαββατιάτικος — η, ο, Ν αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την ημέρα τού Σαββάτου. επίρρ... σαββατιάτικα Ν κατά την ημέρα τού Σαββάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. χριστουγενν ιάτικος)] … Dictionary of Greek
σαββατιανός — ή, ό, Ν 1. σαββατιάτικος 2. (το ουδ. ώς ουσ.) το σαββατιανό είδος λευκού σταφυλιού που ευδοκιμεί στην Αττική, αλλ. ασπρούδι 3. παροιμ. α) «σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή τής εβδομάδας» η δουλειά που αρχίζει κανείς την τελευταία στιγμή δεν γίνεται… … Dictionary of Greek
σαββατικός — ή, ό / σαββατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σάββατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος 2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως β) «σαββατικός μην» ο… … Dictionary of Greek
σαββατικός — ή, ό 1. σαββατιάτικος. 2. αυτός που έρχεται έβδομος στη σειρά των ετών ή των μηνών: Σαββατικό έτος. – Σαββατικός μήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)